Λέξη: ημερομηνία

Σχετικές λέξεις: ημερομηνία

ημερομηνία πανελληνίων 2014, ημερομηνία αγίου πνεύματος 2014, ημερομηνία τοκετού, ημερομηνία εκλογών 2014, ημερομηνία λήξης ταυτότητας, ημερομηνία υποβολής φορολογικών δηλώσεων 2014, ημερομηνία δημοτικών εκλογών, ημερομηνία δημοτικές εκλογές 2014, ημερομηνία υποβολής εκκαθαριστικής φπα 2014, ημερομηνία ευρωεκλογών, ημερομηνία γέννησης

Συνώνυμα: ημερομηνία

χρονολογία, συνέντευξη, ραντεβού, φίλος, φιλενάδα

Μεταφράσεις: ημερομηνία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
date, date of, the date, date on, dated
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dátil, data, fechar, plazo, fecha, datar, fecha de, la fecha, día, fecha en
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
termin, verabredung, stelldichein, jahreszahl, datieren, rendezvous, zeitangabe, dattel, datum, ausgehen, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
datent, jour, datez, échéance, datons, délai, date, rancard, datte, dater, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
appuntamento, dattero, data, data di, la data, della data, date
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
datar, tâmara, data, dados, data de, da data, dia
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
datum, dagtekening, afspraak, dactylus, datering, dadel, date, dag, datum van, de datum
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
срок, финик, восходить, помечать, датировать, свидание, спутница, термин, число, период, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dato, daddel, avtale, datoen, ankomst
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
datera, dadel, datum, årtal, träff, tidpunkt, dag, dagen, datumet
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taateli, tärskyt, ajoittaa, pvm, päivämäärä, päiväys, tapaaminen, päivä, päivämäärän, tasalla, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
årstal, daddel, dato, datoen, tidspunkt, tidspunktet
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lhůta, datle, datum, datovat, doba, čas, termín, rande, data, den, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
data, daktylowiec, daktyl, schadzka, chodzić, termin, chłopak, randka, datować, dzień, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
datolya, randevú, randi, dátum, kelet, dátuma, időpontját, időpont, dátumot
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hurma, randevu, tarih, tarihi, Üyelik tarihi, Güncelleme tarihi, date
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сучасний, дата, новітній, строк, газети, термін, дату, дати
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
datë, data, datën, data e, date
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дата, датата, дата на, актуална
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дата
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kohtamine, dattel, käima, kuupäev, kuupäeva, kuupäevast, kuupäeval, kuupäevaks
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
datum, termin, dogovor, period, spoj, datuma, Nadnevak, Date, datumu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
daðla, dagsetning, dagsetningu, dags, Dagsetningar, dagur
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
data, datą, datos, diena, dienos
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
datums, satikšanās, datumu, diena, datuma, termiņš
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
датумот, датум, денот, дата, датум на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
întâlnire, data, dată, data și, de data, data de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zmenek, sestanek, datum, termín, datuma, datumu, dan
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rande, datle, dátum, datovať, termín, dátumu, k dátumu, deň

Στατιστικά δημοτικότητας: ημερομηνία

Τυχαίες λέξεις