Lokführer στα ελληνικά
Μετάφραση: lokführer, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μηχανικός, μηχανεύομαι, μηχανοδηγού, μηχανοδηγός, υποψήφιου μηχανοδηγού, μηχανοδηγό της αμαξοστοιχίας, μηχανοδηγό του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- auserkoren στα ελληνικά - επιλεγεί, επιλέγεται, επιλέχθηκε, επέλεξε, επιλέξει
- ausgrabend στα ελληνικά - εκσκαφή, εκσκαφής, ανασκαφές, ανασκαφή, εκσκαφών
- büfett στα ελληνικά - μπουφές, μπαρ, κάγκελο, σερβάντα, εμποδίζω, θυρίδα, σκευοθήκη, ...
Τυχαίες λέξεις
Lokführer στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μηχανικός, μηχανεύομαι, μηχανοδηγού, μηχανοδηγός, υποψήφιου μηχανοδηγού, μηχανοδηγό της αμαξοστοιχίας, μηχανοδηγό του
Μεταφράσεις: μηχανικός, μηχανεύομαι, μηχανοδηγού, μηχανοδηγός, υποψήφιου μηχανοδηγού, μηχανοδηγό της αμαξοστοιχίας, μηχανοδηγό του