Mühsam στα ελληνικά
Μετάφραση: mühsam, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίπονος, βαρύς, σκληρός, δύσκολος, πολύμοχθος, κοπιαστικός, οδυνηρός, αλγεινός, ενοχλητικός, ενοχλητικό, ενοχλητική, προβληματική, ενοχλητικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abgeordnet στα ελληνικά - αποσπασμένοι, αποσπασμένο, αποσπασμένων, αποσπασμένους, που αποσπώνται
- argumentierend στα ελληνικά - συλλογισμός, συλλογιστικός, υποστηρίζοντας, ισχυριζόμενη
- asketen στα ελληνικά - ασκητές, ασκητών, οι ασκητές, τους ασκητές, των ασκητών
- dinosaurier στα ελληνικά - δεινόσαυρος, δεινοσαύρων, δεινόσαυρο, δεινοσαύρου, δεινόσαυρου
Τυχαίες λέξεις
Mühsam στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίπονος, βαρύς, σκληρός, δύσκολος, πολύμοχθος, κοπιαστικός, οδυνηρός, αλγεινός, ενοχλητικός, ενοχλητικό, ενοχλητική, προβληματική, ενοχλητικές
Μεταφράσεις: επίπονος, βαρύς, σκληρός, δύσκολος, πολύμοχθος, κοπιαστικός, οδυνηρός, αλγεινός, ενοχλητικός, ενοχλητικό, ενοχλητική, προβληματική, ενοχλητικές