Κοπιαστικός στα γερμανικά

Μετάφραση: κοπιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mühsam, arbeitsam, sorgfältig, ermüdend, ermüdenden, ermüdende, Ermüdung, anstrengend
Κοπιαστικός στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοπιαστικός

κοπιαστικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, κοπιαστικός στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • κοπανίζω στα γερμανικά - zerdrücken, schlagen, zerschmettern, rammen, pfund, prügeln, thwack
  • κοπιάζω στα γερμανικά - arbeit, moil, mohel, Absprengkuppe, Abfallbutzenformteil, Abfallbutzen
  • κοπριά στα γερμανικά - brühe, jauche, dung, schleim, mist, dünger, schlamm, ...
  • κοράλλι στα γερμανικά - koralle, korallen, Koralle, Korallen, coral
Τυχαίες λέξεις
Κοπιαστικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: mühsam, arbeitsam, sorgfältig, ermüdend, ermüdenden, ermüdende, Ermüdung, anstrengend