Mitfahrgelegenheit στα ελληνικά

Μετάφραση: mitfahrgelegenheit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασανσέρ, υψώνω, σηκώνω, ανελκυστήρας, ανύψωση, ανελκυστήρα, ανύψωσης
Mitfahrgelegenheit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • almanach στα ελληνικά - καζαμίας, ετήσιος, εορτολόγιο, ημερολόγιο, αλμανάκ, almanac, μηνολόγιον
  • asymptoten στα ελληνικά - ασύμπτωτες
  • aussteiger στα ελληνικά - εγκατάλειψης του σχολείου, εγκατάλειψης, εγκατάλειψη, διαρροής, πρόωρης εγκατάλειψης
  • begehrte στα ελληνικά - πολυπόθητο, πολυπόθητη, περιζήτητο, coveted, το πολυπόθητο
Τυχαίες λέξεις
Mitfahrgelegenheit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασανσέρ, υψώνω, σηκώνω, ανελκυστήρας, ανύψωση, ανελκυστήρα, ανύψωσης