Nüchtern στα ελληνικά

Μετάφραση: nüchtern, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαζεμένος, άγονος, στείρος, σεμνός, νηφάλιος, τετριμμένος, ξεμέθυστος, κοσμικός, νηφάλια, νηφάλιο, νηφάλιοι, διακριτικό
Nüchtern στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • berechenbarkeit στα ελληνικά - υπολογίσιμο, υπολογισιμότητας, υπολογισιμότητα, computability, στο υπολογιστικό
  • betreffen στα ελληνικά - παριστάνω, επηρεάζω, ανησυχία, αφορούν, την ανησυχία, ανησυχίες, ανησυχίας
  • debütant στα ελληνικά - αρχάριος, αρχάριους, αρχάριο, αρχαρίων, αρχάριοι
Τυχαίες λέξεις
Nüchtern στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαζεμένος, άγονος, στείρος, σεμνός, νηφάλιος, τετριμμένος, ξεμέθυστος, κοσμικός, νηφάλια, νηφάλιο, νηφάλιοι, διακριτικό