Νηφάλιος στα γερμανικά
Μετάφραση: νηφάλιος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ernüchtern, nüchtern, düster, nüchternen, nüchterne, nüchterner, schlichte
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νηφάλιος
νηφάλιος ετυμολογία, νηφάλιος τι σημαινει, νηφάλιος λεξικό, νηφάλιος ορισμός, νηφάλιος σημασια, νηφάλιος λεξικό γλώσσας γερμανικά, νηφάλιος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- νησί στα γερμανικά - insel, eiland, Insel, der Insel
- νησιώτης στα γερμανικά - inselbewohner, insulaner, Insulaner, Inselbewohner, islander, Insel
- νιαουρίζω στα γερμανικά - miauen, möwe, miau, meow
- νικημένος στα γερμανικά - bewältigen, verwinden, besiegen, übersteigen, schlagen, überwältigen, überwinden, ...
Τυχαίες λέξεις
Νηφάλιος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: ernüchtern, nüchtern, düster, nüchternen, nüchterne, nüchterner, schlichte
Μεταφράσεις: ernüchtern, nüchtern, düster, nüchternen, nüchterne, nüchterner, schlichte