Nachweis στα ελληνικά

Μετάφραση: nachweis, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόδειξη, πειστήριο, απόδειξης, αποδείξεως, αποδείξεις, την απόδειξη
Nachweis στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anklagen στα ελληνικά - κατηγορώ, κατηγορούν, κατηγορήσει, κατηγορεί, κατηγορήσουν
  • beteiligung στα ελληνικά - μοιράζω, μοιράζομαι, τόκος, ενδιαφέρον, αρραβώνες, πάσσαλος, κλήρος, ...
  • definieren στα ελληνικά - προσδιορίζω, καθορίζουν, ορίζουν, καθορίσει, καθορίσουν, ορίσει
  • dreckigste στα ελληνικά - βρώμικα, βρώμικες, πιο βρώμικη, πιο βρώμικο, πλέον βρώμικα
Τυχαίες λέξεις
Nachweis στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόδειξη, πειστήριο, απόδειξης, αποδείξεως, αποδείξεις, την απόδειξη