Neues στα ελληνικά
Μετάφραση: neues, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νέος, καινούριος, νέα, νέο, νέων, νέες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bearbeitete στα ελληνικά - επεξεργασία, επιμέλεια, επεξεργαστεί, άλλαξε, επεξεργαστείτε
- besorgt στα ελληνικά - για, αναστατώνω, ταραγμένος, προσεκτικός, ενδιαφερόμενος, ενδιαφερόμενο, ενδιαφερόμενα, ...
- billigung στα ελληνικά - ευλογία, παραδοχή, έγκριση, επιδοκιμασία, έγκρισης, την έγκριση, εγκρίσεως, ...
Τυχαίες λέξεις
Neues στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νέος, καινούριος, νέα, νέο, νέων, νέες
Μεταφράσεις: νέος, καινούριος, νέα, νέο, νέων, νέες