Offenkundig στα ελληνικά

Μετάφραση: offenkundig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φανερός, προφανές, προφανής, προφανή, προφανείς, φανερό
Offenkundig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akazie στα ελληνικά - ακακία, ακακίας, ακάκια, η ακακία, αραβικό κόμμι
  • befriedigend στα ελληνικά - ικανοποιητικός, ικανοποιητική, ικανοποιητικό, ικανοποιητικά, ικανοποιητικές
  • beschimpfend στα ελληνικά - δηκτικός, προσβλητικός, καταχρηστική, καταχρηστικές, καταχρηστικής, καταχρηστικών, καταχρηστικό
  • blutdruckmesser στα ελληνικά - πιεσόμετρα, τα πιεσόμετρα
Τυχαίες λέξεις
Offenkundig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φανερός, προφανές, προφανής, προφανή, προφανείς, φανερό