Pelz στα ελληνικά
Μετάφραση: pelz, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παλτό, γούνα, τρίχωμα, γούνας, γουνοφόρα, γουνοφόρων, τη γούνα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abgehärtet στα ελληνικά - σκληρύνει, σκλήρυνε, σκληρυμένο, σκληρυνθεί, σκληρυμένα
- abgestumpft στα ελληνικά - απότομος, αμβλύς, μονοκόμματος, αμβλύνθηκε, αμβλύνεται, αμβλύνθηκαν, αμβλείας απόληξης, ...
- abgöttisch στα ελληνικά - ειδολολατρικός, ειδωλολατρίαν, ειδωλολατρική, ειδωλολατρικές, ειδωλολατρικών
- aufbewahrungsorte στα ελληνικά - αποθήκες, αποθηκών, τις αποθήκες, αποθηκευτικοί χώροι, εγκαταστάσεις αποθήκευσης
Τυχαίες λέξεις
Pelz στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παλτό, γούνα, τρίχωμα, γούνας, γουνοφόρα, γουνοφόρων, τη γούνα
Μεταφράσεις: παλτό, γούνα, τρίχωμα, γούνας, γουνοφόρα, γουνοφόρων, τη γούνα