Pensionierung στα ελληνικά
Μετάφραση: pensionierung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποστράτευση, συνταξιοδότηση, συνταξιοδότησης, τη συνταξιοδότηση, γήρατος, συνταξιοδοτήσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- auftragen στα ελληνικά - διδάσκω, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν
- auktionen στα ελληνικά - Δημοπρασίες, Auctions, τις δημοπρασίες, πλειστηριασμών, Οι δημοπρασίες
- brechmaschine στα ελληνικά - σπάσιμο, σπάζοντας, θραύσης, θραύση, θραύσεως
- deflation στα ελληνικά - αποπληθωρισμός, ξεφούσκωμα, αντιπληθωρισμός, αποπληθωρισμού, αποπληθωρισμό
Τυχαίες λέξεις
Pensionierung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποστράτευση, συνταξιοδότηση, συνταξιοδότησης, τη συνταξιοδότηση, γήρατος, συνταξιοδοτήσεως
Μεταφράσεις: αποστράτευση, συνταξιοδότηση, συνταξιοδότησης, τη συνταξιοδότηση, γήρατος, συνταξιοδοτήσεως