Physikalisch στα ελληνικά

Μετάφραση: physikalisch, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυσικός, σωματικός, σωματικώς, φυσικώς, φυσικά, σωματικά, φυσική
Physikalisch στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aufrichtigkeiten στα ελληνικά - sincerities
  • betriebssystemkern στα ελληνικά - ψίχα, πυρήνας, πυρήνα του λειτουργικού συστήματος, πυρήνας του λειτουργικού συστήματος
  • dezimalen στα ελληνικά - δεκαδικός, δεκαδικά, δεκαδικό, υποδιαστολής, ψηφία
Τυχαίες λέξεις
Physikalisch στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυσικός, σωματικός, σωματικώς, φυσικώς, φυσικά, σωματικά, φυσική