Pik στα ελληνικά
Μετάφραση: pik, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορυφώνω, κορυφή, τσάπα, φτυάρι, όνομά τους, το όνομά τους, σύκα, σκαπάνη
Μεταφράσεις
- angleichungen στα ελληνικά - προσαρμογές, αναπροσαρμογές, προσαρμογών, ρυθμίσεις, διορθώσεις
- auftischend στα ελληνικά - όλο μέχρι
- befruchtend στα ελληνικά - καρποφόρος, γόνιμη, εποικοδομητική, καρποφόρα, καρποφόρες
- doppelwertigkeit στα ελληνικά - διπλό, διπλή, διπλά, διπλής, διπλού
Τυχαίες λέξεις
Pik στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορυφώνω, κορυφή, τσάπα, φτυάρι, όνομά τους, το όνομά τους, σύκα, σκαπάνη
Μεταφράσεις: κορυφώνω, κορυφή, τσάπα, φτυάρι, όνομά τους, το όνομά τους, σύκα, σκαπάνη