Plötzliche στα ελληνικά

Μετάφραση: plötzliche, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιφνίδιος, αιφνιδιαστικά, ξαφνικά, ξαφνικός, ξαφνική, αιφνίδια, ξαφνικές
Plötzliche στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arretierung στα ελληνικά - πιάνω, αρπάζω, interlocksystem
  • bedauerlich στα ελληνικά - θλιβερά, λυπημένα, λυπηρά, ατυχής, θλιβερός, ατυχές, ατυχή, ...
  • demagogen στα ελληνικά - δημαγωγοί, δημαγωγούς, δημαγωγών, οι δημαγωγοί, τους δημαγωγούς
  • dienstgrad στα ελληνικά - κατατάσσω, βαθμός, βαθμολογώ, βαθμίδα, εκτίμηση, τάξη, κατάταξη, ...
Τυχαίες λέξεις
Plötzliche στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιφνίδιος, αιφνιδιαστικά, ξαφνικά, ξαφνικός, ξαφνική, αιφνίδια, ξαφνικές