Λέξη: ευαίσθητος

Σχετικές λέξεις: ευαίσθητος

ευαίσθητος άντρας, ευαίσθητος αποδέκτης, ευαίσθητος λεξικό, είμαι ευαίσθητος, ευαίσθητος άνθρωπος, ευαίσθητος συνώνυμα

Συνώνυμα: ευαίσθητος

πολτώδης, αηδιαστικός, εύθικτος, ευερέθιστος, μυγιαγγιχτός, ανέγγιχτος, λεπτός, αβρός, φίνος, απαλός, ευπαθής, αισθητικός, συγκινητικός, ευσυγκίνητος, αποκριτικός, απαντητικός, επιδεκτικός, λεπτόδερμος, ιδιοσυγκρασίας, ευέξαπτος, επηρεάσιμος

Μεταφράσεις: ευαίσθητος

ευαίσθητος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sensitive, touchy, susceptible, impressionable, mushy

ευαίσθητος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sensible, delicado, sentido, sensibles, sensible a, sensibles a, sensible al

ευαίσθητος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
empfindsam, hellhörig, fühlend, empfindlich, sensibel, sensitiv, empfindliche, empfindlichen

ευαίσθητος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
délicat, irritable, chatouilleux, affectif, susceptible, sensibiliser, émotif, sensible, impressionnable, sentimental, passible, douillet, scabreux, sensibles, sensible à, sensibilité, délicate

ευαίσθητος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sensibile, delicato, sensitivo, sensibili, sensitive

ευαίσθητος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sentido, sensível, impressionável, sensíveis, sensibilidade, confidenciais, minúsculas

ευαίσθητος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
receptief, ontvankelijk, gevoelig, gevoelige, kwetsbare, gevoeliger, gevoelig zijn

ευαίσθητος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
впечатлительный, обидчивый, прецизионный, точный, восприимчивый, чувствительный, чувствительны, чувствителен, чувствительным, чувствительна

ευαίσθητος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sensibel, følsom, sensitive, sensitiv, følsomme, følsomt

ευαίσθητος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
känslig, sensibel, känsliga, känsligt

ευαίσθητος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarkka, hempeä, arkaluontoinen, herkkä, arka, herkkiä, arkaluonteisia, herkkien, arkaluonteisten

ευαίσθητος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
øm, følsom, følsomme, følsomt, følsomme over, følsom over

ευαίσθητος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vnímavý, citový, nedůtklivý, lítostivý, dráždivý, přecitlivělý, delikátní, choulostivý, citlivý, citlivé, citlivá, citlivější, citlivou

ευαίσθητος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
czuciowy, mimozowaty, delikatny, uczuciowy, zmysłowy, drażliwy, wrażliwy, czuły, wyczulony, wrażliwe

ευαίσθητος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kényes, érzékeny, érzékenyek, az érzékeny, bizalmas

ευαίσθητος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hassas, alıngan, duyar, duygun, duygulu, duyarlı, duyarlıdır, hassas bir, duyarlı bir

ευαίσθητος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чуттєвий, чулий, чутливий, вразливий, влучний, чутливе, чутлива

ευαίσθητος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i ndjeshëm, ndjeshme, të ndjeshme, ndjeshëm, e ndjeshme

ευαίσθητος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чувствителен, чувствителна, чувствителни, чувствително, чувствителната

ευαίσθητος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адчувальны, адчувальнае, чуллівы

ευαίσθητος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sensitiiv, delikaatne, tundlik, tundlike, tundlikud, tundliku, tundlikke

ευαίσθητος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čulan, osjetljiv, razdražljiv, prihvatljiv, osjetljivi, osjetljiva, osjetljive, osjetljivo

ευαίσθητος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
viðkvæm, næmur, viðkvæmt, næm, viðkvæmar

ευαίσθητος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
jautrus, jautri, jautrūs, jautrios, jautriai

ευαίσθητος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
jutīgs, sāpīgs, jūtīgs, jutīga, jutīgi, jutīgas

ευαίσθητος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чувствителни, сензитивни, осетлива, осетливи, чувствителен

ευαίσθητος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sensibil, sensibile, sensibilă, de sensibil, sensibil la

ευαίσθητος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
občutljiva, občutljivi, občutljiv, občutljivih, občutljive

ευαίσθητος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
citlivý, dráždivý, háklivý, citový, citlivá, citlivé, citlivým
Τυχαίες λέξεις