Potential στα ελληνικά

Μετάφραση: potential, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιθανότητα, ενδεχόμενος, τάση, δυνητικός, δυναμικό, δυνητικών, δυνητική, δυνητικούς
Potential στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akquisition στα ελληνικά - απόκτημα, απόκτηση, εξαγορά, απόκτησης, αγορά, εξαγοράς
  • amtsbefugnis στα ελληνικά - αυθεντία, κύρος, εξουσία, μεταβιβάζουσα, εξουσιοδοτικής, η μεταβιβάζουσα, εξουσιοδοτούσα, ...
  • aufblähung στα ελληνικά - τέντωμα, διάταση, διόγκωση, διαστολή, distention
  • begünstigter στα ελληνικά - δικαιούχος, δικαιούχο, δικαιούχου, δικαιούχων, δικαιούχους
Τυχαίες λέξεις
Potential στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιθανότητα, ενδεχόμενος, τάση, δυνητικός, δυναμικό, δυνητικών, δυνητική, δυνητικούς