Rechnungsführung στα ελληνικά

Μετάφραση: rechnungsführung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λογιστική, λογιστικών, λογιστικής, λογιστικές, λογιστικά
Rechnungsführung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abgestürzt στα ελληνικά - συνετρίβη, έπεσε, συνέτριψε, τράκαρε, καταρρεύσει
  • ausflüchte στα ελληνικά - δικαιολογίες, δικαιολογία, δικαιολογίες για, τις δικαιολογίες, δικαιολογιών
  • beeilend στα ελληνικά - επίσπευση, επιταχύνοντας, ΕΠΙΣΠΕΥΣΗ, την επίσπευση, επίσπευσης
  • brückengewindestück στα ελληνικά - στριφτάρι, γέφυρα, γέφυρας, γεφύρι, γεφυρών, της γέφυρας
Τυχαίες λέξεις
Rechnungsführung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λογιστική, λογιστικών, λογιστικής, λογιστικές, λογιστικά