Λογιστική στα γερμανικά

Μετάφραση: λογιστική, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rechnungsführung, buchhaltung, rechnungswesen, Buchhaltung, Buchführung, Rechnungswesen, Bilanzierungs, Buchhaltungs
Λογιστική στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λογιστική

λογιστική παλινδρόμηση, λογιστική και χρηματοοικονομική, λογιστική κόστους, λογιστική τει πάτρας, λογιστική τει πειραιά, λογιστική λεξικό γλώσσας γερμανικά, λογιστική στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • λογισμός στα γερμανικά - rechenart, rechnung, Infinitesimalrechnung, Stein, Kalkül, Kalküls
  • λογιστής στα γερμανικά - buchhalter, buchhalterin, rechnungsprüfer, bilanzbuchhalter, buchführer, Buchhalter, Prüfer, ...
  • λογιστικός στα γερμανικά - logistisch, Buchhaltung, Buchführung, Rechnungswesen, Bilanzierungs, Buchhaltungs
  • λογοκλοπή στα γερμανικά - Plagiat, Plagiate, Plagiats, Plagiaten
Τυχαίες λέξεις
Λογιστική στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: rechnungsführung, buchhaltung, rechnungswesen, Buchhaltung, Buchführung, Rechnungswesen, Bilanzierungs, Buchhaltungs