Rum στα ελληνικά
Μετάφραση: rum, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρούμι, το ρούμι, ρουμιού, ρούμι που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abfragend στα ελληνικά - τηλεπισκόπησης, Αίσθηση, Τηλεπισκόπηση, αίσθησης, Sensing
- adelnd στα ελληνικά - εξευγενισμό, εξευγενίζων, εξευγενίζει, τον εξευγενισμό
- arbeitsbeanspruchung στα ελληνικά - εργασιακού άγχους, εργασιακό άγχος, το εργασιακό άγχος, του εργασιακού άγχους, εργασιακό στρες
- deuten στα ελληνικά - υποδεικνύουν, δείχνουν, υποδηλώνουν, αναφέρει, αναφέρουν
Τυχαίες λέξεις
Rum στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρούμι, το ρούμι, ρουμιού, ρούμι που
Μεταφράσεις: ρούμι, το ρούμι, ρουμιού, ρούμι που