Sachgemäß στα ελληνικά
Μετάφραση: sachgemäß, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι, κατάλληλος, ορθή, σωστή, κατάλληλη, ορθής
Μεταφράσεις
- anspruch στα ελληνικά - διεκδίκηση, αξίωση, απαιτώ, ζητώ, απαίτηση, ζήτηση, διεκδικώ, ...
- armaturen στα ελληνικά - εξαρτήματα, εξαρτημάτων, διαρρύθμιση, τα εξαρτήματα, Επιπλώσεις
- brillenschlange στα ελληνικά - γυαλιά, ποτήρια, τα γυαλιά, γυαλιών, Γυαλία
- chiasmus στα ελληνικά - Chiasmus
Τυχαίες λέξεις
Sachgemäß στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι, κατάλληλος, ορθή, σωστή, κατάλληλη, ορθής
Μεταφράσεις: οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι, κατάλληλος, ορθή, σωστή, κατάλληλη, ορθής