Οικειοποιούμαι στα γερμανικά

Μετάφραση: οικειοποιούμαι, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erobern, entsprechend, zugehörend, eigen, angebracht, sachgemäß, angemessen, oikeiopoioumai
Οικειοποιούμαι στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οικειοποιούμαι

οικειοποιούμαι αντωνυμα, οικειοποιούμαι συνώνυμο, οικειοποιούμαι στα αγγλικα, οικειοποιούμαι συνωνυμα, οικειοποιούμαι αντωνυμο, οικειοποιούμαι λεξικό γλώσσας γερμανικά, οικειοποιούμαι στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • οθόνη στα γερμανικά - schaufensterauslage, abhörgerät, anzeigegerät, ausstellungsstück, löschkanone, bildschirm, überwachen, ...
  • οικείος στα γερμανικά - familiär, vertraut, vertraute, andeuten, intim, stimmungsvoll, innig, ...
  • οικειότητα στα γερμανικά - kenntnis, vertrautheit, aufdringlichkeit, bekanntschaft, Intimität, Vertrautheit, Privatsphäre, ...
  • οικιακός στα γερμανικά - familie, dienstbote, haushalt, privathaushalt, hausangestellte, haushalthilfe, hausangestellter, ...
Τυχαίες λέξεις
Οικειοποιούμαι στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: erobern, entsprechend, zugehörend, eigen, angebracht, sachgemäß, angemessen, oikeiopoioumai