Schüchternheit στα ελληνικά

Μετάφραση: schüchternheit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δειλία, ατολμία, ντροπαλότητα, συστολή, συστολής, τη συστολή, η συστολή
Schüchternheit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anomal στα ελληνικά - ανώμαλος, ασυνήθης, ανώμαλη, μη φυσιολογική, μη φυσιολογικές
  • apokalypsen στα ελληνικά - Αποκάλυψη, Αποκάλυψης, αποκαλύψεις, την Αποκάλυψη
  • ausländer στα ελληνικά - αλλοδαπός, εξωγήινος, ξένος, αλλοδαπούς, αλλοδαπών, αλλοδαποί, ξένοι, ...
  • babys στα ελληνικά - μωρά, τα μωρά, βρέφη, βρεφών, μωρών
Τυχαίες λέξεις
Schüchternheit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δειλία, ατολμία, ντροπαλότητα, συστολή, συστολής, τη συστολή, η συστολή