Schwören στα ελληνικά

Μετάφραση: schwören, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορκίζομαι, ορκισμένος, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Schwören στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ausdehnung στα ελληνικά - τεντώνω, έκταση, εκτόπισμα, διαστολή, τεζάρω, τεντώνομαι, προέκταση, ...
  • begleiterscheinung στα ελληνικά - ίχνος, ίχνη, ίχνους, ιχνών, trace
  • besitzerinnen στα ελληνικά - ιδιοκτήτη, ιδιοκτήτης, κάτοχος, κατόχου, κάτοχο
  • defizit στα ελληνικά - ήττα, απώλεια, χάσιμο, χαμός, έλλειψη, έλλειμμα, ελλείμματος, ...
Τυχαίες λέξεις
Schwören στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορκίζομαι, ορκισμένος, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν