Ορκίζομαι στα γερμανικά

Μετάφραση: ορκίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fluchen, gelübde, schwur, schwören, geloben, geflucht, vertrauen, schwöre, beschwören
Ορκίζομαι στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορκίζομαι

ορκίζομαι συνώνυμα, ορκίζομαι αντύπας, ορκίζομαι στα αγγλικά, cosmopolitan ορκίζομαι, ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα, ορκίζομαι λεξικό γλώσσας γερμανικά, ορκίζομαι στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • οριστικά στα γερμανικά - endgültig, bestimmt, definitiv, jeden Fall, auf jeden Fall, jeden
  • οριστικός στα γερμανικά - eindeutig, definit, endgültig, maßgebend, endgültigen, endgültige, definitive
  • ορκισμένος στα γερμανικά - schwören, fluchen, geflucht, geschworen, vereidigt, vereidigter, vereidigten
  • ορμέμφυτος στα γερμανικά - leitend, hitzköpfig, impulsiv, instinktiv, instinktive, instinktiven, instinktives, ...
Τυχαίες λέξεις
Ορκίζομαι στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: fluchen, gelübde, schwur, schwören, geloben, geflucht, vertrauen, schwöre, beschwören