Simultane στα ελληνικά

Μετάφραση: simultane, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταυτόχρονα, ταυτόχρονος, ταυτόχρονη, ταυτόχρονης, ταυτόχρονες
Simultane στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antipathie στα ελληνικά - αντιπάθεια, αποστροφή, αντιπαθώ, αηδία, φρίκη, αντιπάθειας, αντιπάθειά, ...
  • aussagekraft στα ελληνικά - κύρος, ισχύς, νοήματος, βαρυσήμαντου νοήματος, σημασίας τους
  • darstellung στα ελληνικά - δήλωση, κατάσταση, είδωλο, εικόνα, απεικόνιση, αντιπροσώπευση, αναπαράσταση, ...
Τυχαίες λέξεις
Simultane στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταυτόχρονα, ταυτόχρονος, ταυτόχρονη, ταυτόχρονης, ταυτόχρονες