Sortieren στα ελληνικά
Μετάφραση: sortieren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συναναστρέφομαι, είδος, ταξινομώ, τάξη, υπάγω, ξεχωριστός, ξεδιαλέγω, ιδιαίτερος, τύπος, χωρίζω, κλάση, χωριστός, τακτοποιώ, Ταξινόμηση, Ανά, είδους, ταξινόμησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- approximation στα ελληνικά - προσέγγιση, προσεγγίσεως, προσέγγισης, την προσέγγιση
- asketische στα ελληνικά - ασκητικός, ασκητής, ασκητική, ασκητή, ασκητικό
- ausgegraben στα ελληνικά - ανασκαφεί, ανασκάφηκε, ανασκαφές, εκσκαφής, ανασκάφηκαν
- bessernd στα ελληνικά - η βελτίωση της, η βελτίωση, μια ανακάμπτουσα, προβλέπει τη βελτίωση, την βελτίωση όσον
Τυχαίες λέξεις
Sortieren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συναναστρέφομαι, είδος, ταξινομώ, τάξη, υπάγω, ξεχωριστός, ξεδιαλέγω, ιδιαίτερος, τύπος, χωρίζω, κλάση, χωριστός, τακτοποιώ, Ταξινόμηση, Ανά, είδους, ταξινόμησης
Μεταφράσεις: συναναστρέφομαι, είδος, ταξινομώ, τάξη, υπάγω, ξεχωριστός, ξεδιαλέγω, ιδιαίτερος, τύπος, χωρίζω, κλάση, χωριστός, τακτοποιώ, Ταξινόμηση, Ανά, είδους, ταξινόμησης