Stillen στα ελληνικά

Μετάφραση: stillen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακίνητος, ρουφώ, γαλήνιος, θηλάζω, ήρεμος, βάγια, σωπαίνω, νοσοκόμα, γλείφω, σβήνω, σιγή, σιωπή, θηλάζουν, θηλάζετε, θηλάσετε, να θηλάζουν, θηλάσουν
Stillen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • demobilisiert στα ελληνικά - αποστρατευθέντες, αποστρατευθεί, αποστρατευτεί, αποστρατευθέντων, των αποστρατευθέντων
  • dezentral στα ελληνικά - περιφερειακός, αποκεντρωμένη, αποκεντρωμένης, αποκεντρωμένες, αποκεντρωμένων, αποκεντρωμένο
  • dressing στα ελληνικά - δέσιμο, σάλτσα, ντύσιμο, επιδέσμου, επίδεσμος
  • duktus στα ελληνικά - αγωγός, αγωγού, αγωγό, αγωγών, πόρου
Τυχαίες λέξεις
Stillen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακίνητος, ρουφώ, γαλήνιος, θηλάζω, ήρεμος, βάγια, σωπαίνω, νοσοκόμα, γλείφω, σβήνω, σιγή, σιωπή, θηλάζουν, θηλάζετε, θηλάσετε, να θηλάζουν, θηλάσουν