Θηλάζω στα γερμανικά
Μετάφραση: θηλάζω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stillen, säugen, saugen, sog, zu saugen, zu säugen, suckle
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θηλάζω
θηλάζω λεξικό γλώσσας γερμανικά, θηλάζω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- θεϊκός στα γερμανικά - geistlich, priester, pfarrer, göttlich, geistliche, göttlichen, göttliche, ...
- θεός στα γερμανικά - gott, Gott, Gottes, god
- θηλαστικό στα γερμανικά - säuger, säugetier, Säuger, Säugers, Säugetiers
- θηλαστικός στα γερμανικά - säugend, säugling, Säugetier-, Säugetier, Säuger
Τυχαίες λέξεις
Θηλάζω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: stillen, säugen, saugen, sog, zu saugen, zu säugen, suckle
Μεταφράσεις: stillen, säugen, saugen, sog, zu saugen, zu säugen, suckle