Stockung στα ελληνικά

Μετάφραση: stockung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακόπτω, παύση, καθυστέρηση, διακοπή, σταματώ, συμφόρηση, συμφόρησης, της συμφόρησης, κυκλοφοριακής συμφόρησης, κυκλοφοριακή συμφόρηση
Stockung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ansiedlung στα ελληνικά - οικισμός, διακανονισμός, επίλυση, διακανονισμού, οικισμό
  • brechstangen στα ελληνικά - σπάσιμο, σπάζοντας, θραύσης, θραύση, θραύσεως
  • doppelseitig στα ελληνικά - διμερής, διπλής όψης, διπλής όψεως, δύο όψεων, διπλής, διπλής πλευράς
  • druckereileiter στα ελληνικά - διευθυντής, διαχειριστής, διαχειριστή, διευθυντή, manager
Τυχαίες λέξεις
Stockung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακόπτω, παύση, καθυστέρηση, διακοπή, σταματώ, συμφόρηση, συμφόρησης, της συμφόρησης, κυκλοφοριακής συμφόρησης, κυκλοφοριακή συμφόρηση