Διακόπτω στα γερμανικά
Μετάφραση: διακόπτω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stockung, unterbrechen, pause, stören, unterbrechung, brechen, zu unterbrechen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακόπτω
διακόπτω english, διακόπτω κλίση, διακόπτω συνώνυμα, διακόπτω συνώνυμο, διακόπτω στα αγγλικά, διακόπτω λεξικό γλώσσας γερμανικά, διακόπτω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- διακυμαίνομαι στα γερμανικά - weiden, operationsradius, rahmen, reichweite, grasen, bildbereich, auswahl, ...
- διακόπτης στα γερμανικά - auswechseln, umtauschen, zündung, ersatz, rute, weiche, einschalten, ...
- διακόρευση στα γερμανικά - diakorefsi
- διακύμανση στα γερμανικά - fluktuation, schwankung, Fluktuation, Schwankung, Schwankungs, Schwankungen
Τυχαίες λέξεις
Διακόπτω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: stockung, unterbrechen, pause, stören, unterbrechung, brechen, zu unterbrechen
Μεταφράσεις: stockung, unterbrechen, pause, stören, unterbrechung, brechen, zu unterbrechen