Streichen στα ελληνικά
Μετάφραση: streichen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακυρώνω, επέκταση, ανατρέπω, φουντώνω, απλώνω, ματαιώνω, διαδίδω, βάφω, ανακαλώ, κενό, αποφεύγω, ακυρώσει, ακυρώσετε, να ακυρώσει, ακυρώσετε την, να ακυρώσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aneignung στα ελληνικά - απόκτημα, υιοθεσία, σφετερισμός, υιοθέτηση, απόκτηση, οικειοποίηση, πίστωση, ...
- angegliedert στα ελληνικά - συνδεδεμένες, συνδέονται, συνδεδεμένων, συνδέεται, συνδεδεμένη
- angelegenheiten στα ελληνικά - υποθέσεων, υποθέσεις, θέματα, Θεμάτων, Πολιτικής
- begnadigen στα ελληνικά - αμνηστία, συγχώρηση, συγγνώμη, χάρη, απονομή χάριτος, χάριτος
Τυχαίες λέξεις
Streichen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακυρώνω, επέκταση, ανατρέπω, φουντώνω, απλώνω, ματαιώνω, διαδίδω, βάφω, ανακαλώ, κενό, αποφεύγω, ακυρώσει, ακυρώσετε, να ακυρώσει, ακυρώσετε την, να ακυρώσετε
Μεταφράσεις: ακυρώνω, επέκταση, ανατρέπω, φουντώνω, απλώνω, ματαιώνω, διαδίδω, βάφω, ανακαλώ, κενό, αποφεύγω, ακυρώσει, ακυρώσετε, να ακυρώσει, ακυρώσετε την, να ακυρώσετε