Stromversorgung στα ελληνικά
Μετάφραση: stromversorgung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συστοιχία, μπαταρία, τροφοδοτικό, παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, παροχή ρεύματος, παροχής ισχύος, τροφοδοτικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ambos στα ελληνικά - αμόνι, Ambos
- bummler στα ελληνικά - τεμπέλης, αργόσχολος, loafer, χασομέρης, ακαμάτης
- chauffierend στα ελληνικά - οδήγηση
- dass στα ελληνικά - ότι, ότι η, που, ώστε, ότι οι
Τυχαίες λέξεις
Stromversorgung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συστοιχία, μπαταρία, τροφοδοτικό, παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, παροχή ρεύματος, παροχής ισχύος, τροφοδοτικού
Μεταφράσεις: συστοιχία, μπαταρία, τροφοδοτικό, παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, παροχή ρεύματος, παροχής ισχύος, τροφοδοτικού