Tätigkeit στα ελληνικά

Μετάφραση: tätigkeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επάγγελμα, παραγγέλλω, λειτουργία, επενέργεια, εγχείρηση, εξουσιοδότηση, διάβημα, δραστηριότητα, δουλειά, κατοχή, επιχείρηση, εργάζομαι, δουλεύω, παραγγελία, δράση, αγωγή, δραστηριότητας, δραστικότητα, δραστηριοτήτων
Tätigkeit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • balkone στα ελληνικά - μπαλκόνια, μπαλκόνι, βεράντες, μπαλκόνια με, μπαλκόνι με
  • bim στα ελληνικά - τραμ, BIM, ΒΙΜ, το ΒΙΜ
  • bonbon στα ελληνικά - καραμέλα, candy, καραμελών, καραμέλας, καραμέλες
  • bücherwurm στα ελληνικά - βιβλιοφάγος, Bookworm, βιβλιόψειρα, βιβλιοφάγο, βιβλιομανής
Τυχαίες λέξεις
Tätigkeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επάγγελμα, παραγγέλλω, λειτουργία, επενέργεια, εγχείρηση, εξουσιοδότηση, διάβημα, δραστηριότητα, δουλειά, κατοχή, επιχείρηση, εργάζομαι, δουλεύω, παραγγελία, δράση, αγωγή, δραστηριότητας, δραστικότητα, δραστηριοτήτων