Εξουσιοδότηση στα γερμανικά

Μετάφραση: εξουσιοδότηση, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
komitee, amt, offizierspatent, weisung, vollmacht, tätigkeit, anzahlung, vergütung, auftrag, kommission, provision, abordnung, delegation, dienst, aufgabe, Genehmigung, Zulassung, Ermächtigung, Berechtigungs, Berechtigung
Εξουσιοδότηση στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξουσιοδότηση

εξουσιοδότηση έντυπο, εξουσιοδότηση δεη, εξουσιοδότηση δικηγόρου, εξουσιοδότηση word, εξουσιοδότηση για ποινικό, εξουσιοδότηση λεξικό γλώσσας γερμανικά, εξουσιοδότηση στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • εξουσιοδοτούμαι στα γερμανικά - investieren, bin, am, ich, mich
  • εξουσιοδοτώ στα γερμανικά - ermächtigen, genehmigen, autorisieren, bevollmächtigen, zulassen
  • εξοχή στα γερμανικά - gegend, land, gebiet, landschaft, areal, rustikal, bereich, ...
  • εξτρεμιστής στα γερμανικά - Extremist, extremistisch, extremistischen, extremistische, extremistischer
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιοδότηση στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: komitee, amt, offizierspatent, weisung, vollmacht, tätigkeit, anzahlung, vergütung, auftrag, kommission, provision, abordnung, delegation, dienst, aufgabe, Genehmigung, Zulassung, Ermächtigung, Berechtigungs, Berechtigung