Toleranz στα ελληνικά
Μετάφραση: toleranz, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεκτικότητα, αντοχή, ανοχή, επανορθώνω, αποκαθιστώ, ανοχής, ανεκτικότητας, την ανοχή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- annagelnd στα ελληνικά - κάρφωμα, ήλωση, καρφώματος, καρφωτικές, ήλωσης
- brikett στα ελληνικά - ανθρακόπλινθος, μπρικέττα, πλίνθοι, πλίνθου, μπρικέτας
- buhle στα ελληνικά - εραστής, ερωμένη, paramour, αθέμιτος εραστής, ερωμένη παλλακίδα
- diagnostiziert στα ελληνικά - διαγνωστεί, διαγνωσθεί, διαγνώστηκαν, διαγιγνώσκονται, διαγνώστηκε
Τυχαίες λέξεις
Toleranz στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεκτικότητα, αντοχή, ανοχή, επανορθώνω, αποκαθιστώ, ανοχής, ανεκτικότητας, την ανοχή
Μεταφράσεις: ανεκτικότητα, αντοχή, ανοχή, επανορθώνω, αποκαθιστώ, ανοχής, ανεκτικότητας, την ανοχή