Ανοχή στα γερμανικά
Μετάφραση: ανοχή, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
toleranz, duldung, verträglichkeit, Toleranz, Verträglichkeit
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοχή
ανοχή στη γλυκόζη, ανοχή λεξικό, ανοχή συνώνυμο, ανοχή στη διαφορετικότητα, ανοχή γλυκόζης, ανοχή λεξικό γλώσσας γερμανικά, ανοχή στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ανοράκ στα γερμανικά - anorak, Anoraks, Anorak, hosen, Parkas
- ανοσία στα γερμανικά - sicherheit, unanfälligkeit, Immunität, Störfestigkeit, Immunitäts, die Immunität
- ανούσιος στα γερμανικά - fade, geschmacklos, flau, fad, unschmackhaft, seicht, widerwärtig, ...
- αντέχω στα γερμανικά - erdulden, vertragen, erleiden, ausstehen, aushalten, halten, ertragen, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανοχή στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: toleranz, duldung, verträglichkeit, Toleranz, Verträglichkeit
Μεταφράσεις: toleranz, duldung, verträglichkeit, Toleranz, Verträglichkeit