Toll στα ελληνικά
Μετάφραση: toll, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρήζω, φουσκώνω, νταής, απίθανος, υπέροχος, τρελούτσικος, θυμωμένος, τρελός, θρασύδειλος, κουζουλός, ακριβής, λωλός, εξογκώνω, θαυμάσιος, οξυδερκής, ενδιαφερόμενος, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, εξαιρετική, μεγάλες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- auslöschend στα ελληνικά - καταστροφικά, καταστροφικό, καταστροφική, καταστρεπτικά, καταστροφικό τρόπο
- austrocknung στα ελληνικά - αφυδάτωση, αφυδάτωσης, την αφυδάτωση, αφυδατώσεως, η αφυδάτωση
- chronisch στα ελληνικά - χρόνιος, χρόνιας, χρόνιες, χρόνιων, χρόνιο
- deckungszusage στα ελληνικά - παραδρομή, γλίστρημα, ολίσθημα, γλιστρώ, παραλληλισμού, συγκλίνων, σύμφωνες, ...
Τυχαίες λέξεις
Toll στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρήζω, φουσκώνω, νταής, απίθανος, υπέροχος, τρελούτσικος, θυμωμένος, τρελός, θρασύδειλος, κουζουλός, ακριβής, λωλός, εξογκώνω, θαυμάσιος, οξυδερκής, ενδιαφερόμενος, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, εξαιρετική, μεγάλες
Μεταφράσεις: πρήζω, φουσκώνω, νταής, απίθανος, υπέροχος, τρελούτσικος, θυμωμένος, τρελός, θρασύδειλος, κουζουλός, ακριβής, λωλός, εξογκώνω, θαυμάσιος, οξυδερκής, ενδιαφερόμενος, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, εξαιρετική, μεγάλες