Treibstoff στα ελληνικά
Μετάφραση: treibstoff, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καύσιμο, καύσιμα, τροφοδοτώ, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων
Μεταφράσεις
- abprall στα ελληνικά - αντίκτυπος, αντίκτυπο, επίπτωση, αναπήδηση, ριμπάουντ, ανακάμψει, ανάκαμψη, ...
- bassgeigen στα ελληνικά - μπάσο, μπάσων, μπάσα, μπάσου, bass
- berichtigt στα ελληνικά - διορθώθηκε, διορθωθεί, διορθωμένη, διορθώνονται, διορθώνεται
- buckliger στα ελληνικά - καμπούρης, καμπούρα, καμπούρη, hunchback, Κουασιμόδου
Τυχαίες λέξεις
Treibstoff στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καύσιμο, καύσιμα, τροφοδοτώ, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων
Μεταφράσεις: καύσιμο, καύσιμα, τροφοδοτώ, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων