Τροφοδοτώ στα γερμανικά

Μετάφραση: τροφοδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
feuerungsmaterial, eingabe, brennstoff, futter, papierzuführung, fressen, zufuhr, brennmaterial, düngen, zuführung, treibstoff, kraftstoff, futtern, schüren, stoke, Lenkstock, heizen, von Stoke
Τροφοδοτώ στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τροφοδοτώ

τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ βικιλεξικο, τροφοδοτώ λεξικό γλώσσας γερμανικά, τροφοδοτώ στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • τροφικός στα γερμανικά - nahrhaft, nutritive, Nährstoffe, nahrhaften, Nährstoff, nahrhafte
  • τροφοδοσία στα γερμανικά - verpflegung, Verpflegung, Gastronomie, Catering, Versorgung
  • τροφοδότης στα γερμανικά - lebensmittellieferant, Gastronom, Caterer, Lebensmittellieferanten
  • τροχαλία στα γερμανικά - scheibe, winde, rolle, seilrolle, flaschenzug, Flaschenzug, Rolle, ...
Τυχαίες λέξεις
Τροφοδοτώ στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: feuerungsmaterial, eingabe, brennstoff, futter, papierzuführung, fressen, zufuhr, brennmaterial, düngen, zuführung, treibstoff, kraftstoff, futtern, schüren, stoke, Lenkstock, heizen, von Stoke