Umspannung στα ελληνικά
Μετάφραση: umspannung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταμόρφωση, μετάφραση, Umspannung
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- barbesitzer στα ελληνικά - ποτοπώλης, barkeeper, μπάρμαν
- darstellerin στα ελληνικά - ηθοποιός, ηθοποιό, ηθοποιού, την ηθοποιό, η ηθοποιός
- direktiven στα ελληνικά - οδηγία, οδηγίας, της οδηγίας, την οδηγία, οδηγίας του
- dualist στα ελληνικά - δυϊστική, διιστική, δυιστής, δυϊστικής, δυϊστές
Τυχαίες λέξεις
Umspannung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταμόρφωση, μετάφραση, Umspannung
Μεταφράσεις: μεταμόρφωση, μετάφραση, Umspannung