Λέξη: δόλωμα

Σχετικές λέξεις: δόλωμα

δόλωμα για λαβράκια, δόλωμα σωλήνας, δόλωμα γαρίδα, δόλωμα σαρδέλα, δόλωμα μπικατίνι, δόλωμα για σαργό, δόλωμα για σκάρους, δόλωμα φαραώ, δόλωμα ακροβάτης

Συνώνυμα: δόλωμα

έμβαμμα, βούτημα, μουσκεμένο ψωμί, πραϋντικό, δέλεαρ, έλξη, κράχτης

Μεταφράσεις: δόλωμα

δόλωμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bait, decoy, lure, the bait

δόλωμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cebo, añagaza, carnada, de cebo, el cebo, cebos

δόλωμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
köder, luder, fischköder, Köder, Köders, bait

δόλωμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
appâter, allécher, irriter, appeau, aguicher, amorce, leurrer, agacer, leurre, taquiner, mécaniser, attrape, piège, affriander, appât, attirer, appâts, l'appât, des appâts

δόλωμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esca, richiamo, allettamento, adescamento, esche, dell'esca, bait, un'esca

δόλωμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
irritar, atrair, isca, engodo, isco, bait, iscas

δόλωμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lokken, aas, lokaas, bait, aas te

δόλωμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
привадить, искушение, западня, наживлять, ловушка, наживить, приманка, манок, наживка, соблазн, дразнить, приманки, приманку, наживки

δόλωμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lokkemat, åte, agn, agnet

δόλωμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hetsa, dragningskraft, bulvan, bete, agn, betet, beten, betes

δόλωμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
herjata, ahdistaa, viehe, syötti, täky, houkutella, houkutin, syöttinä, syötin, bait, syöttiä

δόλωμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
agn, lokkemad, madding, bait, lokkemaden

δόλωμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
léčka, štvát, navnadit, škádlit, nalákat, dráždit, nástraha, vnadidlo, návnada, vlákat, lákat, lákadlo, vábit, vnadit, návnady, návnadu, návnadou

δόλωμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nęcić, pułapka, odciągać, bestwić, zwabiać, popasać, mamić, pokusa, zwodzić, wabik, przynęta, drażnić, zwabić, szczuć, wabić, przynęty, bait, przynętę, przynętą

δόλωμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csali, csalit, csalétek, csaliként, csalira

δόλωμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yem, yemi, bait, tuzak yemi, bir yem

δόλωμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
принада, принаджувати, спокуса, пастка, принадити, приманка, свої

δόλωμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
karrem, artificial, bait, karremi, ngasje

δόλωμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стръв, примамка, примамки, стръвта

δόλωμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прынада, прыманка

δόλωμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sööt, peibutis, peibutama, söödaks, sööda, sööta, söödalaevade

δόλωμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zamka, bijes, zagristi, vabiti, mamac, namamiti, progoniti, meka, goniti, mamac je, gnjev

δόλωμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
beita, beitan, æja, beitu, agn

δόλωμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
masalas, jaukas, jauko, masalą

δόλωμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
slazds, māneklis, ēsma, lamatas, ēsmu, ēsmas

δόλωμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мамката, мамки, мамка, мамка за

δόλωμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
momeală, momeala, momealã, momeli, nada

δόλωμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vaba, vabe, bait, vabo, vaba za

δόλωμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vnadidlo, návnada, lákadlo, návnady, atraktant, návnadu

Στατιστικά δημοτικότητας: δόλωμα

Τυχαίες λέξεις