Umstritten στα ελληνικά
Μετάφραση: umstritten, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συζητήσιμος, επίμαχος, αμφισβητήσιμος, αμφιλεγόμενος, ερειστικός, αμφιλεγόμενη, αμφιλεγόμενο, αμφιλεγόμενα, αμφιλεγόμενες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ansteuerbar στα ελληνικά - ελεγχόμενη, ελεγχόμενες, ελεγχόμενης, ελεγχόμενο, την ελεγχόμενη
- auffangen στα ελληνικά - αρπάζω, πιάνω, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
- bikarbonat στα ελληνικά - διττανθρακικό, όξινο ανθρακικό, όξινο, διττανθρακικού, όξινου ανθρακικού
- blechschmied στα ελληνικά - τενεκετζής, φαναρτζής, λευκοσιδηρουργού, λευκοσιδηρουργός, Βαφές
Τυχαίες λέξεις
Umstritten στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συζητήσιμος, επίμαχος, αμφισβητήσιμος, αμφιλεγόμενος, ερειστικός, αμφιλεγόμενη, αμφιλεγόμενο, αμφιλεγόμενα, αμφιλεγόμενες
Μεταφράσεις: συζητήσιμος, επίμαχος, αμφισβητήσιμος, αμφιλεγόμενος, ερειστικός, αμφιλεγόμενη, αμφιλεγόμενο, αμφιλεγόμενα, αμφιλεγόμενες