Ερειστικός στα γερμανικά

Μετάφραση: ερειστικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
umstritten, beweiskräftig, ereistikos
Ερειστικός στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ερειστικός

ερειστικός ιστός, ερειστικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, ερειστικός στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ερείπια στα γερμανικά - leichnam, verbleibt, relikte, leiche, reste, überbleibsel, bleibt, ...
  • ερεθίζω στα γερμανικά - entflammen, entflamme, belästigen, entzünden, zu entflammen, inflame, entfachen
  • ερευνητής στα γερμανικά - wissenschaftler, rechercheur, forscher, Forscher, Wissenschaftler, Forscherin, Forschers
  • ερευνώ στα γερμανικά - untersuchen, abtastung, abtasten, erforschen, überfliegen, zu untersuchen, untersucht
Τυχαίες λέξεις
Ερειστικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: umstritten, beweiskräftig, ereistikos