Unfähigkeit στα ελληνικά
Μετάφραση: unfähigkeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανικανότητα, αναπηρία, αδυναμία, αδυναμίας, την αδυναμία, ανικανότητας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abdrückschraube στα ελληνικά - κοχλία καθοδηγήσεως, κοχλίας συνδετήρα πολλαπλών επαφών, κοχλία συνδετήρα πολλαπλών επαφών
- abtretungsempfänger στα ελληνικά - εντολοδόχος, παραλήπτη, αποδέκτης, αποδέκτη, παραλήπτης, δικαιούχος
- admiral στα ελληνικά - ναύαρχος, Admiral, ναύαρχο, ναυάρχου, ο ναύαρχος
- botanik στα ελληνικά - βοτανική, βοτανικής, η βοτανική, της βοτανικής, βοτανολογία
Τυχαίες λέξεις
Unfähigkeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανικανότητα, αναπηρία, αδυναμία, αδυναμίας, την αδυναμία, ανικανότητας
Μεταφράσεις: ανικανότητα, αναπηρία, αδυναμία, αδυναμίας, την αδυναμία, ανικανότητας