Unmut στα ελληνικά

Μετάφραση: unmut, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσαρέσκεια, δυσφορία, δυσαρέσκειά, τη δυσαρέσκειά, δυσαρέσκειας, τη δυσαρέσκεια
Unmut στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akkurat στα ελληνικά - συγκεκριμένος, ακριβολόγος, ακριβής, ακριβή, ακριβείς, ακρίβεια, ακριβές
  • aussteller στα ελληνικά - εκθέτης, εκθέτη, εκθετών, εκθέτες, του εκθέτη
  • beleuchtung στα ελληνικά - φωτισμός, φωτισμού, φωτισμό, το φωτισμό, διατάξεων φωτισμού
  • betablocker στα ελληνικά - β-αποκλειστές
Τυχαίες λέξεις
Unmut στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσαρέσκεια, δυσφορία, δυσαρέσκειά, τη δυσαρέσκειά, δυσαρέσκειας, τη δυσαρέσκεια