Veraltet στα ελληνικά
Μετάφραση: veraltet, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεπερασμένος, πεπαλαιωμένος, ντεμοντέ, απαρχαιωμένος, αρχαίος, ξεπερασμένη, ξεπερασμένες, παρωχημένες, ξεπερασμένα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aktivierte στα ελληνικά - ενεργοποιείται, ενεργοποιημένο, ενεργοποιηθεί, ενεργοποιημένη, ενεργοποιούνται
- aussendend στα ελληνικά - αποστολή, την αποστολή, στέλνοντας, στέλνει, στέλνουμε
- belästigend στα ελληνικά - ενοχλητικός, ενοχλητικό, ενοχλητικά, ενοχλητική, ενοχλητικές
- dozent στα ελληνικά - υφηγητής, λέκτορας, καθηγητής, διδάσκοντος, ομιλητής, Λέκτορα
Τυχαίες λέξεις
Veraltet στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεπερασμένος, πεπαλαιωμένος, ντεμοντέ, απαρχαιωμένος, αρχαίος, ξεπερασμένη, ξεπερασμένες, παρωχημένες, ξεπερασμένα
Μεταφράσεις: ξεπερασμένος, πεπαλαιωμένος, ντεμοντέ, απαρχαιωμένος, αρχαίος, ξεπερασμένη, ξεπερασμένες, παρωχημένες, ξεπερασμένα