Πεπαλαιωμένος στα γερμανικά
Μετάφραση: πεπαλαιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
veraltet, abgenutzt, verschlissen, abgenutzten, erschöpft, abgenutzte
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπαλαιωμένος
πεπαλαιωμένος λεξικό γλώσσας γερμανικά, πεπαλαιωμένος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- πεντάδα στα γερμανικά - fünfbiteinheit, fünf, fünf letzten, von fünf
- πεντηκοστός στα γερμανικά - fünfzigste, fünfzigsten, fünfzig, fünfzigstes, fünfzigster
- πεπερασμένος στα γερμανικά - teilüberdeckung, endliche, endlich, endlichen, Finite, endlicher
- πεποίθηση στα γερμανικά - eindruck, verurteilung, dogma, überzeugung, vertrauen, idee, gedanke, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεπαλαιωμένος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: veraltet, abgenutzt, verschlissen, abgenutzten, erschöpft, abgenutzte
Μεταφράσεις: veraltet, abgenutzt, verschlissen, abgenutzten, erschöpft, abgenutzte