Verbindung στα ελληνικά

Μετάφραση: verbindung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άρθρωση, κοινός, αναμέτρηση, επιδεινώνω, σύνθετος, ενώνω, σύνδεση, κατατάσσομαι, σύνδεσμος, συνδυασμός, γόμφος, κρίκος, συνασπισμός, ανταπόκριση, σχέση, επαφή, σύνδεσης, πλαίσιο, σχετικά
Verbindung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abgewürgt στα ελληνικά - αδιέξοδο, στασιμότητα, σε αδιέξοδο, σταματήσει, καθυστερήσει
  • athleten στα ελληνικά - αθλητές, αθλητών, οι αθλητές, τους αθλητές, των αθλητών
  • befähigt στα ελληνικά - ικανός, ικανό, ικανή, ικανά, ικανές
  • bummelant στα ελληνικά - τεμπέλης, slacker, χαλαρότερο, τεμπέλη, φυγόστρατος
Τυχαίες λέξεις
Verbindung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άρθρωση, κοινός, αναμέτρηση, επιδεινώνω, σύνθετος, ενώνω, σύνδεση, κατατάσσομαι, σύνδεσμος, συνδυασμός, γόμφος, κρίκος, συνασπισμός, ανταπόκριση, σχέση, επαφή, σύνδεσης, πλαίσιο, σχετικά