Verdienen στα ελληνικά
Μετάφραση: verdienen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάνω, κερδίζω, εξαναγκάζω, εναργής, ελευθερώνω, απολαβή, έκδηλος, διαυγής, κατασκευάζω, φτιάχνω, κερδίσουν, κερδίζουν, κερδίσετε, κερδίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- augenschmerzen στα ελληνικά - πόνος του οφθαλμού, πόνος στο μάτι, πόνος στον οφθαλμό, πόνος οφθαλμού, οφθαλμικό άλγος
- belasten στα ελληνικά - φορτώνω, ζαλίκι, φορτίο, υπονοώ, βάρος, φορτίου, φόρτωσης, ...
- bestürmt στα ελληνικά - επιτέθηκε, αγνοηθούν, επιτέθηκαν, επιτεθεί, καταφέρονταν εναντίον
- bildhauerin στα ελληνικά - γλύπτρια, γλύπτριας, της γλύπτριας
Τυχαίες λέξεις
Verdienen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάνω, κερδίζω, εξαναγκάζω, εναργής, ελευθερώνω, απολαβή, έκδηλος, διαυγής, κατασκευάζω, φτιάχνω, κερδίσουν, κερδίζουν, κερδίσετε, κερδίσει
Μεταφράσεις: κάνω, κερδίζω, εξαναγκάζω, εναργής, ελευθερώνω, απολαβή, έκδηλος, διαυγής, κατασκευάζω, φτιάχνω, κερδίσουν, κερδίζουν, κερδίσετε, κερδίσει